- ἀντι-τιτρώσκω
ἀντι-τιτρώσκω (s. τιτρώσκω), dagegen verwunden, Hel. 7, 27.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀντι-τιτρώσκω (s. τιτρώσκω), dagegen verwunden, Hel. 7, 27.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀντετίτρωσκον — ἀντί τιτρώσκω wound imperf ind act 3rd pl ἀντί τιτρώσκω wound imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιτρώσαντα — ἀντί τιτρώσκω wound aor part act neut nom/voc/acc pl ἀντί τιτρώσκω wound aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιτιτρώσκεται — ἀντί τιτρώσκω wound pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιτρῶσαι — ἀντί τιτρώσκω wound aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιτρώσειν — ἀντί τιτρώσκω wound fut inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιτέτρωτο — ἀντί τιτρώσκω wound plup ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερηδόνα — I Καταστρεπτική διεργασία εις βάρος των σκληρών ιστών του οργανισμού, όπως τα οστά, οι χόνδροι και τα δόντια· συχνότερα ο όρος σημαίνει την τ. των δοντιών. Η τελευταία αυτή οφείλεται στη συνέργια ενδογενών και εξωγενών παραγόντων: γενικές… … Dictionary of Greek
ter-3, terǝ- and teri-, trī- — ter 3, terǝ and teri , trī English meaning: to rub Deutsche Übersetzung: “reiben; drehend reiben” (from which “drehen”), “(reibend) durchbohren” Note: also teru : treu (extended with b, g, gh, ĝh, k, p); here ter 2 “tender” (eig … Proto-Indo-European etymological dictionary