ἀντι-τύπτω

ἀντι-τύπτω

ἀντι-τύπτω, wieder schlagen, den Schlag erwidern, Ar. Nub. 1424 Antiph. IV δ 3 Plat. Crit. 51 a.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τύμπανο — (Μουσ.). Κρουστό μουσικό όργανο με καθορισμένο ήχο. Αποτελείται από ένα μεγάλο μετάλλινο ημισφαίριο, πάνω στο οποίο είναι τεντωμένη μια μεμβράνη. Ανάλογα με το τέντωμα της μεμβράνης διαμέσου κοχλιών ή ποδοπλήκτρων, ρυθμίζεται και το ύψος του ήχου …   Dictionary of Greek

  • TYMPANUM — I. TYMPANUM a τύπτω, i. e. percutio, quale fuerit, antiqua numismata indicant, in quorum aversa parte Cybele Mater Deûm Tympanum in sinu gerit, vel eidem innititur. Ex im ie descripsit Plinius de margaritis agens, l. 9. c. 35. Quibus una tantum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ομοιοτυπής — ὁμοιοτυπής, ές (Α) όμοιος ως προς τη μορφή με έναν άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + τυπής (< τύπτω), πρβλ. αντι τυπής] …   Dictionary of Greek

  • παλιντυπής — παλιντυπής, ές (Α) 1. αυτός που χτυπήθηκε από πίσω 2. (το ουδ. ως επίρρ.) παλιντυπές με χτύπημα από πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + τυπής (< τύπτω), πρβλ. αντι τυπής] …   Dictionary of Greek

  • παράτυπος — η, ο / παράτυπος, ον, ΝΑ νεοελλ. αυτός που γίνεται ή έγινε παρά τους τύπους, παρά τους κανόνες, που αποτελεί παράβαση τών τύπων, παράνομος, μή νομότυπος αρχ. παραχαραγμένος, κίβδηλος («παράτυπα νομίσματα», Σχόλ. στον Αριστοφ.). επίρρ... παρατύπως …   Dictionary of Greek

  • χοροίτυπος — ον, ΜΑ (για μουσικό όργανο) αυτός που παίζεται για τον χορό ή στον χορό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοροῖ, τοπική τού χορός, + τύπος (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. ἀντί τυπος. Για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. χοροιθαλής. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο επί θ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”