- πεπλασμένως
πεπλασμένως, adv. part. perf. pass. von πλάσσω, verstellt; Ggstz von ἀληϑῶς, Plat. Rep. VI, 485 d; von πεφυκότως, Arist. rhet. 3, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεπλασμένως, adv. part. perf. pass. von πλάσσω, verstellt; Ggstz von ἀληϑῶς, Plat. Rep. VI, 485 d; von πεφυκότως, Arist. rhet. 3, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεπλασμένως — artificially indeclform (adverb) πλάσσω form perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπλασμένως — Α επίρρ. τεχνητά, προσποιητά («εἱ μὴ πεπλασμένως, ἀλλ ἀληθῶς φιλόσοφος τις εἴη», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεπλασμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού πλάσσω] … Dictionary of Greek
παρακεντώ — άω και έω / παρακεντῶ, έω, ΝΜΑ ιατρ. κάνω παρακέντηση σε περίπτωση υδρωπικίας ή αφαίρεσης τού καταρράκτη τού ματιού, απορροφώ υγρό από μια κοιλότητα τού σώματος με παρακέντηση για διαγνωστικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς μσν. διακοσμώ με κέντημα αρχ … Dictionary of Greek
πεφυκότως — Α επίρρ. φυσικά, με φυσικότητα («δεῑ... μὴ δοκεῑν λέγειν πεπλασμένως, ἀλλὰ πεφυκότως», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. πεφυκώς, ότος τού φύω] … Dictionary of Greek