- πεπορθημένως
πεπορθημένως, adv. part. perf. pass. von πορϑέω, Suid. v. ἀνάστατος, zerstört.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεπορθημένως, adv. part. perf. pass. von πορϑέω, Suid. v. ἀνάστατος, zerstört.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεπορθημένως — so as to be destroyed indeclform (adverb) πορθέω destroy perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπορθημένως — Α επίρρ. σαν να έχει επέλθει καταστροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεπορθημένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού πορθῶ] … Dictionary of Greek