- πεπυκνωμένως
πεπυκνωμένως, dicht gedrängt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεπυκνωμένως, dicht gedrängt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεπυκνωμένως — Α επίρρ. με πυκνό τρόπο, συμπυκνωμένα («ὁ ψαλμὸς οὗτος νόμον καὶ ἐντολὰς καὶ... κρίματα καὶ μαρτύρια πεπυκνωμένως διαγορεύει», Ιωάνν. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεπυκνωμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού πυκνώνω] … Dictionary of Greek
πεπυκνωμένως — πυκνόω make close perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)