- πεπτήριος
πεπτήριος, = πεπτικός, Aret.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεπτήριος, = πεπτικός, Aret.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεπτήριος — ία, ον, Α αυτός διά μέσου τού οποίου γίνεται η πέψη, πεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέσσω «μαλακώνω, χωνεύω» + επίθημα τήριος (πρβλ. καμπ τήριος)] … Dictionary of Greek
πεπτήριον — πεπτήριος masc acc sg πεπτήριος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπτηρίοισι — πεπτήριος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπτήρια — πεπτήριος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)