- ὀβριμόεις
ὀβριμόεις, εσσα, εν, poet. = ὄβριμος, Tzetz. Hom. 247.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀβριμόεις, εσσα, εν, poet. = ὄβριμος, Tzetz. Hom. 247.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οβριμόεις — ὀβριμόεις, εσσα, εν (Μ) όβριμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄβριμος «ισχυρός, δυνατός» + κατάλ. όεις (πρβλ. δολιχ όεις)] … Dictionary of Greek