- ὀβριμό-γυιος
ὀβριμό-γυιος, starkgliederig, vom Wallfisch, Opp. Hal. 1, 169. 5, 316.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀβριμό-γυιος, starkgliederig, vom Wallfisch, Opp. Hal. 1, 169. 5, 316.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στερρόγυιος — ον, Α αυτός που έχει ισχυρά, εύρωστα μέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερρός, άλλος τ. τού στερεός + γυιος (< γυῖον «μέλος σώματος»), πρβλ. οβριμό γυιος] … Dictionary of Greek