- ὀαρισμός
ὀαρισμός, ὁ, = ὀαριστύς, trauliches Liebesgespräch, Hes. O. 791, im plur., u. sp. D., wie Qu. Sm. 7, 316.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀαρισμός, ὁ, = ὀαριστύς, trauliches Liebesgespräch, Hes. O. 791, im plur., u. sp. D., wie Qu. Sm. 7, 316.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οαρισμός — ὀαρισμός, ὁ (Α) [οαρίζω] οάρισμα* («αἱμυλίους τε λόγους κρυφίους τ ὀαρισμούς», Ησίοδ.) … Dictionary of Greek
ὀαρισμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀαρισμοῖς — ὀαρισμός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀαρισμοί — ὀαρισμός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀαρισμούς — ὀαρισμός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀαρισμῶν — ὀαρισμός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ … Dictionary of Greek