παχνήεις

παχνήεις

παχνήεις, εσσα, εν, reifig, voll Reif, Nonn. D. 3, 4.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παχνήεις — frosty masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχνήεις — εσσα, εν, ΜΑ ο γεμάτος από πάχνη, παχνώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάχνη + κατάλ. ήεις (πρβλ. τολμ ήεις)] …   Dictionary of Greek

  • παχνήεντα — παχνήεις frosty neut nom/voc/acc pl παχνήεις frosty masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχνήεντι — παχνήεις frosty masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχνήεντος — παχνήεις frosty masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχνήεσσα — παχνήεις frosty fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”