παχνίζω, reisen, impers. παχνίζει, ἐπάχνιζε, es reist, es reiste, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παχνίζω — ΝΑ [πάχνη] (κυρίως ως τριτοπρόσ.) παχνίζει ρίχνει πάχνη, πέφτει πάχνη … Dictionary of Greek
πάχνισμα — το [παχνίζω] 1. η πάχνη 2. μτφ. ωχρότητα, πελιδνότητα … Dictionary of Greek
στιβιώ — άω, Α [στίβη (Ι)] 1. παχνίζω 2. (ως τριτοπρόσ.) στιβιᾷ πέφτει πάχνη, παχνίζει … Dictionary of Greek