- ὀϊστευτής
ὀϊστευτής, ὁ, = Vorigem, Callim. H. in Apoll. 43.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀϊστευτής, ὁ, = Vorigem, Callim. H. in Apoll. 43.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οϊστευτής — ὀϊστευτής, ὁ (Α) [οϊστεύω] το ξευτής, τοξότης … Dictionary of Greek
ὀιστευτήν — ὀιστευτής archer masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀιστευτάς — ὀιστευτά̱ς , ὀιστευτής archer masc acc pl ὀιστευτά̱ς , ὀιστευτής archer masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οϊστευτήρ — ὀϊστευτήρ, ῆρος, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) οϊστευτής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀϊστεύω «ρίχνω βέλη» + επίθημα τήρ (πρβλ. ιχνευ τήρ)] … Dictionary of Greek