ὀϊστευτήρ

ὀϊστευτήρ

ὀϊστευτήρ, ῆρος, ὁ, der mit dem Pfeile Schießende; Antiphil. 20 (VI, 118); Nonn. D. 7, 271.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὀιστευτήρ — ὀϊστευτήρ , ὀιστευτήρ masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οϊστευτήρ — ὀϊστευτήρ, ῆρος, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) οϊστευτής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀϊστεύω «ρίχνω βέλη» + επίθημα τήρ (πρβλ. ιχνευ τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • ὀιστευτῆρα — ὀϊστευτῆρα , ὀιστευτήρ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀιστευτῆρας — ὀϊστευτῆρας , ὀιστευτήρ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀιστευτῆρες — ὀϊστευτῆρες , ὀιστευτήρ masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀιστευτῆρι — ὀϊστευτῆρι , ὀιστευτήρ masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”