- ἀ-ωρεί
ἀ-ωρεί, = ἀωρί, s. ἀωριλούστης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-ωρεί, = ἀωρί, s. ἀωριλούστης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὠρεῖ — ὠρέω pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ὠρέω pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ОРИТЫ — • Orītae, Ώρει̃ται, 1. народ индийского происхождения, живший в Гедрозии на восточном берегу Персидского залива. Хотя одежда их и вооружение были индийские, но в языке и обычаях они отличались от индийцев. Plut. Alex. 66. Curt … Реальный словарь классических древностей
φιλωρείτης — ου, και δωρ. τ. φιλωρείτας, ὁ, Α αυτός που αγαπά τα όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ωρεί της (< ὄρος [ΙΙ]), πρβλ. ἀκρ ωρείτης. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως. Για τη μορφή ωρείτης τού β συνθετικού βλ. και λ. όρος (II)] … Dictionary of Greek