- ἀωρό-τοκος
ἀωρό-τοκος, zu früh geboren?
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀωρό-τοκος, zu früh geboren?
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Ιωαννοτόκος — Ἰωαννοτόκος, ον (Μ) το θηλ. ως ουσ. ἡ Ἰωαννοτόκος (για την Ελισάβετ) αυτή που γέννησε τον Ιωάννη τον Πρόδρομο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἰωάννης + τόκος (< τίκτω), πρβλ. αρρενο τόκος, αωρο τόκος] … Dictionary of Greek
θηροτόκος — θηροτόκος, ον (Α) αυτός που γεννά θηρία, που παράγει άγρια ζώα («ἄλση θηροτόκα», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + τόκος (< τίκτω), πρβλ. αρρενο τόκος, αωρο τόκος] … Dictionary of Greek