- ὀψί-μορος
ὀψί-μορος, spät sterbend; Opp. Hal. 1, 142; Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀψί-μορος, spät sterbend; Opp. Hal. 1, 142; Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οψίμορος — ὀψίμορος, ον (Α) αυτός που πεθαίνει αργά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι (βλ. λ. οψέ) + μόρος (< μείρομαι), πρβλ. ισό μορος] … Dictionary of Greek