ὀψέω, = ὀψίζω, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὄψεων — ὄψεω̆ν , ὄψις aspect fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄψεως — ὄψεω̆ς , ὄψις aspect fem gen sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)