- ὀψάομαι
ὀψάομαι, als Zukost essen, Plut. Symp. 4, 4, 2; vgl. Lob. Phryn. 734.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀψάομαι, als Zukost essen, Plut. Symp. 4, 4, 2; vgl. Lob. Phryn. 734.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατοψεῖσθαι — κατά ὀψάομαι eat as pres inf mp (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωψᾶτο — ἐπί ὀψάομαι eat as imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσοψεῖται — εἰσ ὀψάομαι eat as pres ind mp 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)