- παχύ-δερμος
παχύ-δερμος, dickhäutig, Arist. gen. anim. 5, 3 u. Folgde; Sp. auch übertr., dumm, vgl. Luc. Tim. 23; Schol. Ar. Nubb. 1239.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παχύ-δερμος, dickhäutig, Arist. gen. anim. 5, 3 u. Folgde; Sp. auch übertr., dumm, vgl. Luc. Tim. 23; Schol. Ar. Nubb. 1239.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παχύδερμος — η, ο / παχύδερμος, ον, ΝΑ αυτός που έχει παχύ δέρμα, χονδρόπετσος νεοελλ. 1. μτφ. αυτός που δεν έχει ευαισθησίες και λεπτότητα στους τρόπους, χοντροκομμένος, αναίσθητος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα παχύδερμα ζωολ. όρος που αναφέρεται σε ορισμένα … Dictionary of Greek
λιπόδερμος — λιπόδερμος, ον (AM) αυτός που δεν έχει δέρμα, ο χωρίς επιδερμίδα αρχ. αυτός που έχει υποστεί περιτομή. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + δερμος (< δέρμα), πρβλ. λεπτό δερμος, παχύ δερμος] … Dictionary of Greek
τραχύδερμος — ον, ΜΑ αυτός που έχει τραχύ, σκληρό δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + δερμος (< δέρμα), πρβλ. παχύ δερμος, σκληρό δερμος] … Dictionary of Greek
ετερόδερμος — η, ο αυτός που έχει ανόμοιο δέρμα (άλλου χρώματος σε ορισμένα μέρη και άλλου σε άλλα). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + δερμος < (δέρμα), πρβλ. παχύ δερμος] … Dictionary of Greek
λεπτόδερμος — η ο (Α λεπτόδερμος, ον) αυτός που έχει λεπτό δέρμα, σε αντιδιαστολή με τον παχύδερμο («φύσει λεπτοδερμότατον τῶν ζῴων... ἄνθρωπός ἐστιν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + δερμος (< δέρμα), πρβλ. παχύ δερμος) … Dictionary of Greek
ποικιλόδερμος — ον, Μ ποικιλοδέρμων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + δερμος (< δέρμα), πρβλ. παχύ δερμος] … Dictionary of Greek
πολύδερμος — ον, Α 1. πολύρρινος 2. (για κοιλιακά τοιχώματα) αυτός που έχει αλλεπάλληλες στιβάδες δέρματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δερμος (< δέρμα, ατος), πρβλ. παχυ δερμος] … Dictionary of Greek
σκληρόδερμος — η, ο / σκληρόδερμος, ον, ΝΑ αυτός που έχει σκληρό δέρμα («ἡ μὲν οὖν χελώνη τίκτει ᾠὰ σκληρόδερμα καὶ δίχροα», Αριστοτ.) νεοελλ. μτφ. αναίσθητος, ανάλγητος, χοντρόπετσος αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σκληρόδερμα τα μαλάκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός … Dictionary of Greek
μελανόδερμος — η, ο (Α μελανοδέρματος, ον) αυτός τού οποίου το δέρμα έχει μαύρο χρώμα, μελαψός, μελαχρινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος+ δέρμα, ατος (πρβλ. λευκο δέρματος, παχύ δερμος)] … Dictionary of Greek