- παχύ-κνημος
παχύ-κνημος, mit dicken Waden; Ar. Plut. 560; D. L. 7, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παχύ-κνημος, mit dicken Waden; Ar. Plut. 560; D. L. 7, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισόκνημος — ἰσόκνημος, ον (Α) αυτός που έχει ισομήκεις κνήμες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κνημος (< κνήμη), πρβλ. ολό κνημος, παχύ κνημος] … Dictionary of Greek
σαπρόκνημος — ον, Α 1. αυτός που προκαλεί σήψη στις κνήμες («σαπρόκνημα ἔλκη», Διοσκ.) 2. αυτός που έχει σαπρές κνήμες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπρός + κνημος (< κνήμη), πρβλ. λευκό κνημος, παχύ κνημος] … Dictionary of Greek
λεπτόκνημος — η, ο (Α λεπτόκνημος, ον) αυτός που έχει λεπτές, ισχνές κνήμες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + κνημος (< κνήμη), πρβλ. δασύ μνημος, παχύ κνημος] … Dictionary of Greek
παχύκνημος — ον, Α αυτός που έχει χοντρές κνήμες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + κνημος (< κνήμη), πρβλ. λεπτό κνημος] … Dictionary of Greek