ὀψι-κέλευθος

ὀψι-κέλευθος

ὀψι-κέλευθος, spät gehend, kommend, Nonn.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οψικέλευθος — ὀψικέλευθος, ον (Α) αυτός που πορεύεται αργά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι (βλ. λ. οψέ) + κέλευθος «οδός» (πρβλ. ιππο κέλευθος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”