- ὀψ-ωνία
ὀψ-ωνία, ἡ, das Einkaufen der Zukost, bes. der Fische, Plut. Lyc. 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀψ-ωνία, ἡ, das Einkaufen der Zukost, bes. der Fische, Plut. Lyc. 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὠνία — ὠνίᾱ , ὤνιος to be bought fem nom/voc/acc dual ὠνίᾱ , ὤνιος to be bought fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤνια — ὤνιος to be bought neut nom/voc/acc pl ὤνιος to be bought neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαμ(μ)ωνία — η, ΝΑ ονομασία φυτού κατά τον Θεόφραστο και τον Διοσκορίδη, γνωστού αργότερα με τις λόγιες ονομασίες Κομβόλβουλος η σκαμμωνία και περιαλλόκαυλον, η κν. γνωστή σήμερα περικοκλάδα ή περιπλοκάδα, από το οποίο λαμβανόταν η φερώνυμη κομμεορητίνη, την… … Dictionary of Greek
ὠνίαν — ὠνίᾱν , ὤνιος to be bought fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εργωνία — ἐργωνία, ἡ (Α) εργολαβία, εργοληψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < έργον + ωνία (< ώνιος < ωνούμαι «αγοράζω»). Πρβλ. ισ ωνία, παν ωνία] … Dictionary of Greek
ιππωνία — η (Α ἱππωνία, ιων. τ. ἱππωνίη) η προμήθεια ίππων, η αγορά ίππων, κυρίως για τον στρατό αρχ. φόρος για την πώληση ίππων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + ωνία (< ώνης < ὠνοῡμαι), πρβλ. βο ωνία, ελαι ωνία] … Dictionary of Greek
ισωνία — ἰσωνία, ἡ (Α) αρχική τιμή, τιμή κόστους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ωνία (< ὤνιος < ὠνοῡμαι «αγοράζω»), πρβλ. ιερ ωνία, παν ωνία] … Dictionary of Greek
λινωνία — λινωνία, ἡ (Α) αγορά λίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + ωνία (< ώνιος < ὠνοῦμαι), πρβλ. ισ ωνία, παν ωνία] … Dictionary of Greek
λυρωνία — λυρωνία, ἡ (Α) αγορά λύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + ωνία (< ὤνιος < ὠνέομαι «αγοράζω), πρβλ. ιερ ωνία, ισ ωνία] … Dictionary of Greek
νεωνία — νεωνία, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «οὕτω τις τῶν ἐλαιῶν ὠνομάζετο». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από το ρ. νέω (Ι) «κολυμπώ» κατά τα παράγωγα σε ωνία (πρβλ. ιππ ωνία, λιν ωνία)] … Dictionary of Greek
χαριστωνία — ἡ, Α αγορά από εύνοια, χαριστική αγορά («μὴ πρόσαγε μήθ ὑπόληψιν χαριστωνίας θεοῖς ὅτι ταῦτα πράττεις», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρίζω, ομαι (πρβλ. χαριστικός) + ωνία (< ὤνιος < ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. ἰσ ωνία, παν ωνία] … Dictionary of Greek