- παχύ-φλοιος
παχύ-φλοιος, dickrindig, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παχύ-φλοιος, dickrindig, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παχύφλοιος — α, ο / παχύφλοιος, ον ΝΜΑ (για φυτά και δένδρα) αυτός που έχει παχύ φλοιό, χοντρή φλούδα, χοντρόφλουδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + φλοιός (πρβλ. τραχύ φλοιος)] … Dictionary of Greek
εσπεριδοειδή — Είδη και ποικιλίες καρποφόρων δέντρων της φυλής των κιτρίων και κυρίως του γένους κίτρο, οι καρποί των οποίων εκτιμώνται ιδιαίτερα για την εύχυμη γλυκόξινη ή ξινή σάρκα τους. Τα ε. καλλιεργούνται στις θερμές, εύκρατες, υποτροπικές και τροπικές… … Dictionary of Greek
πολύφλοιος — ον, Α αυτός που έχει πολύ ή παχύ φλοιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φλοιός (πρβλ. λειό φλοιος)] … Dictionary of Greek
κιτριά — Εσπεριδοειδές φυτό της οικογένειας των ρουτιδών (δικοτυλήδονα), το οποίο κατάγεται από την Ινδία. Η επιστημονική του ονομασία είναι κίτρο το μηδικό. Ήταν γνωστό στους αρχαίους Έλληνες, όπως αναφέρει ο Θεόφραστος, και ο καρπός του, το κίτρο,… … Dictionary of Greek
Liste Swadesh Du Grec Moderne — Liste Swadesh de 207 mots en français et en grec moderne. Sommaire 1 Présentation 2 Liste 3 Voir aussi 3.1 Bibliographie … Wikipédia en Français
Liste Swadesh du grec moderne — Liste Swadesh de 207 mots en français et en grec moderne. Sommaire 1 Présentation 2 Liste 3 Voir aussi 3.1 Bibliographie … Wikipédia en Français
Liste swadesh du grec moderne — Liste Swadesh de 207 mots en français et en grec moderne. Sommaire 1 Présentation 2 Liste 3 Voir aussi 3.1 Bibliographie … Wikipédia en Français
λεμονιά — Κοινή ονομασία του φυτικού είδους Citrus limon, της οικογένειας των ρουτιδών, της φυλής των κιτρίων. Πρόκειται για ένα μικρό, ύψους 3 έως 6 μ., δικοτυλήδονο, αειθαλές δέντρο, γνωστό για τους ωοειδείς κίτρινους καρπούς του, τα λεμόνια. Έχει κορμό… … Dictionary of Greek
φλοιώδης — ες / φλοιώδης, ῶδες, ΝΜΑ [φλοιός] όμοιος με φλοιό νεοελλ. 1. αυτός που έχει παχύ φλοιό 2. φρ. «φλοιώδης ουσία» ανατ. η εξωτερική, περιφερική μοίρα τού παρεγχύματος διαφόρων οργάνων (α. «φλοιώδης ουσία τών νεφρών») αρχ. μτφ. (για πρόσ.) επιπόλαιος … Dictionary of Greek
φορίνη — ἡ, ΜΑ το παχύ δέρμα, η δορά παχύδερμων ζώων αρχ. 1. το δέρμα ορισμένων ψαριών 2. το κέλυφος τής χελώνας 3. το ανθρώπινο δέρμα 4. ένδυμα από χοιρινό δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. φορ ίνη ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα… … Dictionary of Greek