- ἀ-χείμερος
ἀ-χείμερος, dasselbe, Arat. 1121.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-χείμερος, dasselbe, Arat. 1121.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χείμερος — unfitted to endure winter masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χείμερος — ον, Α (ποιητ. τ.) (για χρονικές περιόδους) αυτός που χαρακτηρίζεται από σφοδρή κακοκαιρία, πάρα πολύ ψυχρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. σχηματισμένος υστερογενώς κατ απόσπαση από σύνθ. τ., πρβλ. δυσ χείμερος, εὐ χείμερος, τών οποίων το β συνθετικό… … Dictionary of Greek
χείμερον — χείμερος unfitted to endure winter masc/fem acc sg χείμερος unfitted to endure winter neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμέροις — χείμερος unfitted to endure winter masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυχείμερος — ον, Α ο πολύ χειμερινός, αυτός που έχει βαρύ χειμώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χείμερος, ποιητ. τ. τού χειμέριος «χειμερινός» (< χεῖμα, τὸ, «χειμώνας»), πρβλ. κακο χείμερος] … Dictionary of Greek
κακοχείμερος — κακοχείμερος, ον (Α) ο ανίκανος ή ακατάλληλος, απρόσφορος στο να υπομείνει χειμώνα, να ανεχθεί κακοκαιρία («κακοχείμεροι φύσεις», Σωρ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + χείμερος, ποιητ. τ. τού χειμέριος] … Dictionary of Greek
χειμέρας — Α [χείμερος] (κατά τον Ησύχ.) «χειμερινάς» … Dictionary of Greek
χειμώνας — ο / χειμών, ῶνος, ΝΜΑ 1. (αστρον. μετεωρ.) η ψυχρότερη εποχή τού έτους, η οποία ακολουθεί την εποχή τού φθινοπώρου και προηγείται τής εποχής τής άνοιξης 2. (κατ επέκτ.) πολύ ψυχρός, θυελλώδης καιρός, βαρυχειμωνιά 3. μτφ. τα γηρατειά αρχ. 1. μτφ.… … Dictionary of Greek