- ἀχείματος
ἀχείματος, dass., δορὸς ἀχ. Aesch. Suppl. 129.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀχείματος, dass., δορὸς ἀχ. Aesch. Suppl. 129.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀχείματος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχείματον — ἀχείματος masc/fem acc sg ἀχείματος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αχείμαστος — ἀχείμαστος, ον (AM) και ἀχείμαντος και ἀχείματος, ον (Α) όποιος δεν ταράζεται από τρικυμίες, ο γαλήνιος, ο ήσυχος μσν. επίρρ. ἀχειμαστὶ χωρίς αναταραχή αρχ. (για τον άνεμο) ήπιος, ελαφρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αχείμαστος < α στερ. + χειμάζω «φέρνω… … Dictionary of Greek