- ἀ-χειρό-πλαστος
ἀ-χειρό-πλαστος, nicht mit Händen gebildet, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-χειρό-πλαστος, nicht mit Händen gebildet, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται … Dictionary of Greek
μουσόπλαστος — μουσόπλαστος, ον (Α) κοσμημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + πλαστός (< πλάθω), πρβλ. κηρό πλαστος, χειρό πλαστος] … Dictionary of Greek
List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… … Wikipedia