- ἀχεύων
ἀχεύων, ächzend, trauernd, ϑυμὸν, im Herzen, Iliad. 18. 461; τοῦ γ' εἵνεκα ϑυμὸν ἀχεύων Odyss. 21, 318; Ὀδυσσῆος μέγ' ἀχεύων 16, 139; μή μοι σύγχει ϑυμὸν ὀδυρόμενος καὶ ἀχεύων Iliad. 9, 612.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀχεύων, ächzend, trauernd, ϑυμὸν, im Herzen, Iliad. 18. 461; τοῦ γ' εἵνεκα ϑυμὸν ἀχεύων Odyss. 21, 318; Ὀδυσσῆος μέγ' ἀχεύων 16, 139; μή μοι σύγχει ϑυμὸν ὀδυρόμενος καὶ ἀχεύων Iliad. 9, 612.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀχεύων — ἀχεύω grieving pres part act masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αχέω — (I) ἀχέω και ἀχεύω (παθ. ἄχομαι, ἄχνυμαι, ἀκαχίζομαι) (Α) Ι. 1. στενάζω, θρηνώ 2. στενοχωριέμαι, λυπάμαι 3. λυπώ, δυσαρεστώ, στενοχωρώ II. παθ. 1. λυπάμαι για κάτι 2. θρηνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι λέξεις αυτές αποτελούν μία εκφραστική ομάδα, της οποίας η… … Dictionary of Greek
συγχέω — ΝΜΑ 1. εκλαμβάνω κάτι αντί άλλου, δεν έχω σαφή αντίληψη τών γνωρισμάτων κάποιου, μπερδεύω (α. «μην συγχέεις τα πράγματα» β. «ταὐτὰ πάλιν γράμματα συγχεῑς», Ευρ.) 2. (σχετικά με τον νου) προκαλώ σύγχυση, επιφέρω ταραχή, διαταράσσω («μή μοι σύγχει… … Dictionary of Greek
agh- (*hegh-) — agh (*hegh ) English meaning: to fear Deutsche Übersetzung:’seelisch bedrũckt sein, sich fũrchten” Material: Gk. ἄχος n. “ fear, pain, grief “, ἄχνυμαι, ἄχομαι “ grieving, sorrowing, mourning “ (Aor. ἥκαχε, ἠκαχόμην, perf.… … Proto-Indo-European etymological dictionary