- ὀχευτής
ὀχευτής, ὁ, der Bespringer, Beschäler, Zuchthengst, Schol. Theocr. 8, 44, vgl. Philodem. 26 (XI, 318).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀχευτής, ὁ, der Bespringer, Beschäler, Zuchthengst, Schol. Theocr. 8, 44, vgl. Philodem. 26 (XI, 318).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀχευτής — lewd person masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οχευτής — ο (ΑΜ ὀχευτής, Α θηλ. ὀχεύτρια) [οχεύω] αρσενικό ζώο που εκτρέφεται με σκοπό να χρησιμοποιηθεί για σαρκική μίξη με θηλυκό, επιβήτορας, βατευτής αρχ. μτφ. (για πρόσ.) ακόλαστος, ασελγής … Dictionary of Greek
ὀχευταῖς — ὀχευτής lewd person masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχευταί — ὀχευτής lewd person masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχευτοῦ — ὀχευτής lewd person masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχευτήν — ὀχευτής lewd person masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχευτῶν — ὀχευτής lewd person masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύκλα — μύκλα, ἡ και μύκλος και μύχλος, ὁ (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) «μύκλαι αἱ ἐπὶ τῶν ὄνων γραμμαὶ μέλαιναι, τοῑς τραχήλοις καὶ τοῑς ποσὶν ἐγγιγνόμεναι» 2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «μύκλον, τὴν ἐν τῷ τραχήλῳ τῶν ὄνων ὑποδίπλωσιν» 3. (κατά το λεξ.… … Dictionary of Greek
ὀχευτάς — ὀχευτά̱ς , ὀχευτής lewd person masc acc pl ὀχευτά̱ς , ὀχευτής lewd person masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιπποβάτης — ἱπποβάτης, o (A) 1. αναβάτης ίππου, ιππέας, έφιππος 2. (για ίππο ή όνο) βαρβάτος, επιβήτορας, βατευτής, οχευτής («ἵπποις καὶ ὄνοις τοῑς ἱπποβάτοις», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + βάτης (< βαίνω), πρβλ. κυνο βάτης, τεθριππο βάτης] … Dictionary of Greek
μυχλός — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σκολιός, ὀχευτής, λάγνης, μοιχός, ἀκρατής Φωκεῑς δὲ καὶ ὄνους τοὺς ἐπὶ ὀχείαν πεμπομένους». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μύκλος] … Dictionary of Greek