- ὀχευτικός
ὀχευτικός, zum Bespringen geschickt, brünstig, geil, Arist. gener. anim. 3, 1, u. Sp., auch adv.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀχευτικός, zum Bespringen geschickt, brünstig, geil, Arist. gener. anim. 3, 1, u. Sp., auch adv.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οχευτικός — ὀχευτικός, ή, όν (Α) [οχευτής] 1. (για ζώα) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οχευτή 2. ο επιτήδειος στην οχεία ή αυτός που έχει την τάση να οχεύει 3. (για πρόσ. και ζώα) λάγνος. επίρρ... ὀχευτικῶς (Α) με τρόπο που προσιδιάζει σε οχευτή … Dictionary of Greek
ὀχευτικά — ὀχευτικός salacious neut nom/voc/acc pl ὀχευτικά̱ , ὀχευτικός salacious fem nom/voc/acc dual ὀχευτικά̱ , ὀχευτικός salacious fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχευτικῶν — ὀχευτικός salacious fem gen pl ὀχευτικός salacious masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχευτικόν — ὀχευτικός salacious masc acc sg ὀχευτικός salacious neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχευτικοί — ὀχευτικός salacious masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχευτικούς — ὀχευτικός salacious masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχευτικωτέρους — ὀχευτικός salacious masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχευτικήν — ὀχευτικός salacious fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχευτικῶς — ὀχευτικός salacious adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχευτικώτατοι — ὀχευτικός salacious masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχευτικώτεροι — ὀχευτικός salacious masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)