ὀχυρότης

ὀχυρότης

ὀχυρότης, ητος, ἡ, Festigkeit, Haltbarkeit eines befestigten Ortes; πιστεύειν ταῖς ὀχυρότησι τῶν τόπων, Pol. 5, 62, 6; D. Sic. u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὀχυρότης — firmness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχυρότησι — ὀχυρότης firmness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχυρότησιν — ὀχυρότης firmness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχυρότητα — ὀχυρότης firmness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχυρότητας — ὀχυρότης firmness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχυρότητες — ὀχυρότης firmness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχυρότητι — ὀχυρότης firmness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχυρότητος — ὀχυρότης firmness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εχυρός — ά, ό (Α ἐχυρός, ά, όν) (για τόπους) οχυρός, ασφαλής («ἡ νῆσος... τόν τε λιμένα... ἐχυρὸν ποιεῑ», Θουκ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εχυρόν ναυτ. ο ισχυρά θωρακισμένος θάλαμος στα μεγάλα πολεμικά πλοία από τον οποίο κατευθύνει τη δράση τού πλοίου… …   Dictionary of Greek

  • οχυρότητα — η (ΑΜ ὀχυρότης) [οχυρός] η ιδιότητα τού οχυρού («ταῑς ὀχυρότησι τῶν τόπων ὑπέμενον», Πολ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”