- ἀχυρό-τριψ
ἀχυρό-τριψ, ιβος, Hülsen ausdreschend, ὀξεῖς τρίβολοι Philp. 14 (VI, 104).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀχυρό-τριψ, ιβος, Hülsen ausdreschend, ὀξεῖς τρίβολοι Philp. 14 (VI, 104).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκευότριψ — ιβος, ὁ, ἡ, Α αυτός που συντρίβει σκεύη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκεύος + τριψ (< τρίβω), πρβλ. αχυρό τριψ] … Dictionary of Greek