ηβήτωρ — ἡβήτωρ, ὁ (Α) ηβητής*, νέος, ακμαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηβώ + κατάλ. ητωρ (πρβλ. ηγ ήτωρ, οικ ήτωρ). Παράλληλος τ. τού ηβητήρ στην ελληνιστική ποίηση χρησιμοποιούνται και οι δύο τύποι με την ίδια σημ.] … Dictionary of Greek
μελπήτωρ — μελπήτωρ, ορος, ο (Α) αοιδός, τραγουδιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλπω «τραγουδώ» + επίθημα ήτωρ (πρβλ. οικ ήτωρ, ποθ ήτωρ)] … Dictionary of Greek
RHETOR — per excellentiam Demosthenes dictus est. Harpocration in Οἰνέη καὶ Οἰναῖος, Μνημονεύει δ᾿ ἂν νῦν ὁ Ρ῾ήτωρ τοῦ πρὸς Ἐλευθέραις, οὑ καὶ Οουκυδιδης εν τῇ δευτέρᾳ. Et in Sirrina, Ε῎ςτι δὲ καὶ Σεῖρις πόλις Ι᾿ταλική καὶ τάχα τὰ ἔνθεν ὑφάσματα, ἤ τινα… … Hofmann J. Lexicon universale
κηλήτωρ — κηλήτωρ, ορος, ὁ (Α) κηλητής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηλῶ + επίθημα ήτωρ (πρβλ. κοσμ ήτωρ)] … Dictionary of Greek
MONACHUS — Solitarius Latine dicitur ἀπὸ τοῦ μονάζειν. Eleganter Rutilius Numatianus Itinerarii l. 1. Processu pelagi iam se Capraria tollit, Squalet lucifugis insula tota viris; Ipsi se Monachos Graiô cognomine dicunt, Quod soli nullô vivere teste volunt.… … Hofmann J. Lexicon universale
ηγήτορας — ο (Α ἡγήτωρ, δωρ. τ. ἁγήτωρ) 1. αρχηγός, κυβερνήτης, διοικητής (α. «οι ηγήτορες τού πολέμου» β. «ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες», Ομ. Ιλ.) 2. τίτλος τού πρώτου ιερέα τής Αφροδίτης στην Κύπρο 3. φρ. «ἡγήτωρ ὀνείρων» προσωνυμία τού Ερμή ως θεού που στέλνει… … Dictionary of Greek
κακοήτωρ — κακοήτωρ, ορος, ὁ (Α) αυτός που έχει κακή καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ἦτορ «καρδιά» (πρβλ. μεγαλ ήτωρ)] … Dictionary of Greek
μεγαλήτωρ — μεγαλήτωρ, ορος, ὁ, ἡ (ΑM) μεγαλόκαρδος, μεγαλόψυχος («οἱ δ ἅμα Πατρόκλῳ μεγαλήτορι θωρηχθέντες», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ήτωρ (< ἦτορ «καρδιά»)] … Dictionary of Greek
πολιήτωρ — ορος, ὁ, Α πολίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις + επίθημα τωρ (πρβλ. νικ ήτωρ)] … Dictionary of Greek
σημήτωρ — ορος, ὁ, Α σημάντωρ*, αυτός που χρησιμοποιείται για να επισημαίνει κάτι, ο δείκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῆμα + επίθημα (η)τωρ (πρβλ. γενν ήτωρ)] … Dictionary of Greek
φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… … Dictionary of Greek