ἀφ-ήτωρ

ἀφ-ήτωρ

ἀφ-ήτωρ, ορος, ὁ, der Bogenschütze (Pfeilabsender, von ἀφίημι), od. der Wahrsager (ὁμοφήτωρ), Beiname des Apollo Hom. Iliad. 9, 404, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ πρὸς τοὺς γλωσσογράφους (vgl. Lehrs Aristarch. p. 42 sqq Sengebusch Homer. diss. I p. 52 sqq), ἀφήτορος τοῦ στροφέως ἀποδιδόντας. καὶ Ζηνόδοτος δὲ οὕτως ἐκδέδεκται· τὸν γὰρ ἑξῆς μετέγραφε νηοῦ Ἀπόλλωνος. ἀφήτορα δὲ τὸν Ἀπόλλωνα ἐπιϑετικῶς, οὐ κοινότερον, ἀλλὰ τὸν Πύϑιον, οἷον ὁμοφήτορα, διὰ τὸ εἰς λόγους ἔρχεσϑαι τοῖς χρησμῳδουμένοις.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ηβήτωρ — ἡβήτωρ, ὁ (Α) ηβητής*, νέος, ακμαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηβώ + κατάλ. ητωρ (πρβλ. ηγ ήτωρ, οικ ήτωρ). Παράλληλος τ. τού ηβητήρ στην ελληνιστική ποίηση χρησιμοποιούνται και οι δύο τύποι με την ίδια σημ.] …   Dictionary of Greek

  • μελπήτωρ — μελπήτωρ, ορος, ο (Α) αοιδός, τραγουδιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλπω «τραγουδώ» + επίθημα ήτωρ (πρβλ. οικ ήτωρ, ποθ ήτωρ)] …   Dictionary of Greek

  • RHETOR — per excellentiam Demosthenes dictus est. Harpocration in Οἰνέη καὶ Οἰναῖος, Μνημονεύει δ᾿ ἂν νῦν ὁ Ρ῾ήτωρ τοῦ πρὸς Ἐλευθέραις, οὑ καὶ Οουκυδιδης εν τῇ δευτέρᾳ. Et in Sirrina, Ε῎ςτι δὲ καὶ Σεῖρις πόλις Ι᾿ταλική καὶ τάχα τὰ ἔνθεν ὑφάσματα, ἤ τινα… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κηλήτωρ — κηλήτωρ, ορος, ὁ (Α) κηλητής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηλῶ + επίθημα ήτωρ (πρβλ. κοσμ ήτωρ)] …   Dictionary of Greek

  • MONACHUS — Solitarius Latine dicitur ἀπὸ τοῦ μονάζειν. Eleganter Rutilius Numatianus Itinerarii l. 1. Processu pelagi iam se Capraria tollit, Squalet lucifugis insula tota viris; Ipsi se Monachos Graiô cognomine dicunt, Quod soli nullô vivere teste volunt.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ηγήτορας — ο (Α ἡγήτωρ, δωρ. τ. ἁγήτωρ) 1. αρχηγός, κυβερνήτης, διοικητής (α. «οι ηγήτορες τού πολέμου» β. «ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες», Ομ. Ιλ.) 2. τίτλος τού πρώτου ιερέα τής Αφροδίτης στην Κύπρο 3. φρ. «ἡγήτωρ ὀνείρων» προσωνυμία τού Ερμή ως θεού που στέλνει… …   Dictionary of Greek

  • κακοήτωρ — κακοήτωρ, ορος, ὁ (Α) αυτός που έχει κακή καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ἦτορ «καρδιά» (πρβλ. μεγαλ ήτωρ)] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλήτωρ — μεγαλήτωρ, ορος, ὁ, ἡ (ΑM) μεγαλόκαρδος, μεγαλόψυχος («οἱ δ ἅμα Πατρόκλῳ μεγαλήτορι θωρηχθέντες», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ήτωρ (< ἦτορ «καρδιά»)] …   Dictionary of Greek

  • πολιήτωρ — ορος, ὁ, Α πολίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις + επίθημα τωρ (πρβλ. νικ ήτωρ)] …   Dictionary of Greek

  • σημήτωρ — ορος, ὁ, Α σημάντωρ*, αυτός που χρησιμοποιείται για να επισημαίνει κάτι, ο δείκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῆμα + επίθημα (η)τωρ (πρβλ. γενν ήτωρ)] …   Dictionary of Greek

  • φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”