- ἀ-φώτιστος
ἀ-φώτιστος, nicht erhellt, dunkel, Ios.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-φώτιστος, nicht erhellt, dunkel, Ios.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηλιοφώτιστος — η, ο αυτός που φωτίζεται από τον ήλιο, ο ηλιόλουστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + φώτιστος (< φωτίζω), πρβλ. νεο φώτιστος, ολο φώτιστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Στέφ. Α. Κουμανούδη] … Dictionary of Greek
ετεροφώτιστος — η, ο βλ. ετερόφωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + φωτιστος (< φωτίζω) πρβλ. α φώτιστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
εγγαροφώτιστος — η, ο, Ν φεγγαρόφωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φεγγάρι + φωτίζω (πρβλ. ηλιο φώτιστος)] … Dictionary of Greek