- ὀφθαλμο-δουλεία
ὀφθαλμο-δουλεία, ἡ, Augendienerei, N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀφθαλμο-δουλεία, ἡ, Augendienerei, N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοιλιοδουλεία — η (Μ κοιλιοδουλεία και κοιλιοδουλειά) λαιμαργία, γαστριμαργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + δουλεία (< δουλεία < δουλεύω), πρβλ. εθελο δουλεία, οφθαλμο δουλεία] … Dictionary of Greek