- ὀφθαλμο-ειδής
ὀφθαλμο-ειδής, ές, augenartig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀφθαλμο-ειδής, ές, augenartig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οφθαλμοειδής — ές (Α ὀφθαλμοειδής, ές) αυτός που μοιάζει με οφθαλμό αρχ. καταφανής, ολοφάνερος. επίρρ... ὀφθαλμοειδῶς (Α) με σχήμα οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + ειδής*] … Dictionary of Greek