- παυσ-ώδυνος
παυσ-ώδυνος, schmerzstillend, Schol. Soph. Phil. 44.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παυσ-ώδυνος, schmerzstillend, Schol. Soph. Phil. 44.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παυσώδυνος — ον, Α αυτός που καταπαύει, που καταπραΰνει τις οδύνες, τους πόνους. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. παυσ(ι) τού παύω (πρβλ. παῦσις) + ώδυνος (< ὀδύνη). Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek