- παυσί-λῡπος
παυσί-λῡπος, schmerzstillend; ἄμπελος, Eur. Bacch. 771; Zeus heißt so Soph. frg. 375 beim Schol. Pind. I. 5, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παυσί-λῡπος, schmerzstillend; ἄμπελος, Eur. Bacch. 771; Zeus heißt so Soph. frg. 375 beim Schol. Pind. I. 5, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επίλυπος — ἐπίλυπος, ον (Α) 1. μελαγχολικός 2. αυτός που προκαλεί λύπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + * λυπος (< λύπη), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ά λυπος, παυσί λυπος)] … Dictionary of Greek
παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
φιλόλυπος — ον, Α 1. αυτός που καταλαμβάνεται συχνά από το αίσθημα τής λύπης 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόλυπον τάση για λύπη, μελαγχολική διάθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + λυπος (< λύπη), πρβλ. παυσί λυπος] … Dictionary of Greek