ἀφύδιον, τό, dim. von ἀφύη, Ar. Ath. VII, 285 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀφύδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφύδια — ἀφύδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)