- ἀφύω
ἀφύω, weiß, bleich werden, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀφύω, weiß, bleich werden, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αφύω — ἀφύω (Α) γίνομαι λευκός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αφυώδης, με υποχωρητικό σχηματισμό] … Dictionary of Greek
ἀφύω — ἀφύ̱ω , ἀπό ὕω rain pres subj act 1st sg ἀφύ̱ω , ἀπό ὕω rain pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφύη — ἀφύη, η (Α) η σαρδέλα, η αντσούγια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη εκδοχή αφύη < α στερ. + φύω (φύομαι), αν ληφθεί υπ όψιν ότι δεν πρόκειται για είδος ψαριού, αλλά για τη δήλωση μικρών ψαριών «που δεν εφύησαν, δηλ. δεν… … Dictionary of Greek
εξαφύω — ἐξαφύω (Α) [αφύω] αντλώ (κρασί, νερό κ.λπ.) από δοχείο («οἶνον δὲ ἐξαφύοντες», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek