ἀ-φρήτωρ, ορος, ὁ, ohne Zunft (φράτρα), ungesellig, Il. 9, 63.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φρήτωρ — ορος, ὁ, Α ιων. τ. βλ. φράτωρ … Dictionary of Greek
φράτωρ — και φρήτωρ, ορος, ὁ, Α βλ. φράτηρ … Dictionary of Greek