- ἀφρίζω
ἀφρίζω, dasselbe, ἱππικαὶ πνοαί Soph. El. 709; vom Becher Alex. Ath. XI, 472 a; Prosa, D. Sic. 3, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀφρίζω, dasselbe, ἱππικαὶ πνοαί Soph. El. 709; vom Becher Alex. Ath. XI, 472 a; Prosa, D. Sic. 3, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀφρίζω — foam pres subj act 1st sg ἀφρίζω foam pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφρίζω — αφρίζω, άφρισα, αφρισμένος βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αφρίζω — (AM ἀφρίζω, Α και ἄφρω, έω) 1. βγάζω ή έχω αφρούς 2. (για πρόσωπα και ζώα) βγάζω αφρούς από το στόμα, συνήθως από οργή ή λύσσα νεοελλ. οργίζομαι, θυμώνω πολύ … Dictionary of Greek
αφρίζω — άφρισα, αφρισμένος 1. παράγω αφρό: Το σαπούνι δεν αφρίζει αρκετά. 2. βγάζω αφρό από το στόμα, οργίζομαι πολύ: Άφριζε από το θυμό του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀφρίζῃ — ἀφρίζω foam pres subj mp 2nd sg ἀφρίζω foam pres ind mp 2nd sg ἀφρίζω foam pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφρίσῃ — ἀφρίζω foam aor subj mid 2nd sg ἀφρίζω foam aor subj act 3rd sg ἀφρίζω foam fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφριζόντων — ἀφρίζω foam pres part act masc/neut gen pl ἀφρίζω foam pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφρίζει — ἀφρίζω foam pres ind mp 2nd sg ἀφρίζω foam pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφρίζον — ἀφρίζω foam pres part act masc voc sg ἀφρίζω foam pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφρίζοντα — ἀφρίζω foam pres part act neut nom/voc/acc pl ἀφρίζω foam pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφρίζοντι — ἀφρίζω foam pres part act masc/neut dat sg ἀφρίζω foam pres ind act 3rd pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)