- ἀ-φράδμων
ἀ-φράδμων, ον, = ἀφραδής, προγνώμεναι, ohne den Verstand, etwas vorherzusehen, H. h. Cer. 257. – Adv. ἀφραδμόνως, Aesch. Pers. 409. – Vgl. ἀφράσμων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-φράδμων, ον, = ἀφραδής, προγνώμεναι, ohne den Verstand, etwas vorherzusehen, H. h. Cer. 257. – Adv. ἀφραδμόνως, Aesch. Pers. 409. – Vgl. ἀφράσμων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Φράδμων — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φράδμων — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φράδμων — και φράσμων, ον, Α ευφυής, επιδέξιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φραδ τού φράζω* (Ι) (πρβλ. φραδ ή) + επίθημα μων (πρβλ. νοή μων)] … Dictionary of Greek
Φράδμονας — Φράδμων masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φράδμονας — φράδμων masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φράδμονες — Φράδμων masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φράδμονες — φράδμων masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φράδμονος — Φράδμων masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φράδμονος — φράδμων gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοφράδμων — θεοφράδμων, ον (Α) αυτός που μιλά θεϊκά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φράδμων (< φράζω), πρβλ. ομο φράδμων, συμ φράδμων] … Dictionary of Greek
κακοφράδμων — και κακοφράσμων, ον (Α) (ποιητ. λ.) κακοφραδής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + φράδμων (< φράδμων < φράζω), πρβλ. πολυ φράδμων] … Dictionary of Greek