ἀ-φράσμων

ἀ-φράσμων

ἀ-φράσμων, ον, = ἀφράδμων, Aesch. Ag. 1374. – Adv. -μόνως, Aesch. Ag. 281.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φράσμων — ον, Α βλ. φράδμων …   Dictionary of Greek

  • φράδμων — και φράσμων, ον, Α ευφυής, επιδέξιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φραδ τού φράζω* (Ι) (πρβλ. φραδ ή) + επίθημα μων (πρβλ. νοή μων)] …   Dictionary of Greek

  • φραδμοσύνη — και φρασμοσύνη, ἡ, Α [φράδμων / φράσμων, όνος] ευφυΐα, επιτηδειότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”