- ἀφροδῑσιασμός
ἀφροδῑσιασμός, ὁ, Liebesgenuß, Arist. probl. 30, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀφροδῑσιασμός, ὁ, Liebesgenuß, Arist. probl. 30, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Ἀφροδισιασμός — sexual intercourse masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφροδισιασμός — ο (Α ἀφροδισιασμός) [αφροδισιάζω] σαρκική επαφή, συνουσία … Dictionary of Greek
Ἀφροδισιασμοί — Ἀφροδισιασμός sexual intercourse masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀφροδισιασμοῦ — Ἀφροδισιασμός sexual intercourse masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀφροδισιασμούς — Ἀφροδισιασμός sexual intercourse masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀφροδισιασμῶν — Ἀφροδισιασμός sexual intercourse masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀφροδισιασμῷ — Ἀφροδισιασμός sexual intercourse masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀφροδισιασμόν — Ἀφροδισιασμός sexual intercourse masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)