ἀφροδίσιος

ἀφροδίσιος

ἀφροδίσιος, α, ον, auch 2 End., die Aphrodite, den Liebesgenuß betreffend, ἄγρα, Soph. frg. 178; ἄϑυρμα Anacr. 53, 8; ἡδονή Plat. Ep. VII, 335 b; Conv. 183 b; τὰ ἀφροδίσια, Fest der Aphrodite, Xen. Hell. 5, 4, 4; Liebeshändel, Liebesgenuß, bes. ausschweifender, Plat. u. sonst; Luc. Nigr. 16 die Geschlechtstheile.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ἀφροδίσιος — belonging to the goddess of love masc nom sg Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφροδίσιος — belonging to the goddess of love masc nom sg Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφροδίσιος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Τιμάται στις 24 Δεκεμβρίου. Δεν υπάρχουν βιογραφικά στοιχεία του. 2. Μαρτύρησε σε άγνωστο χρόνο στην Παλαιστίνη. Η μνήμη του τιμάται στις 4 Μαΐου. 3. Καταγόταν από την Κιλικία. Θανατώθηκε με ξίφος. Η… …   Dictionary of Greek

  • αφροδίσιος — α, ο αυτός που έχει να κάνει με τις σαρκικές ηδονές, ο σεξουαλικός: Τα αφροδίσια νοσήματα βρίσκονται σήμερα σε ύφεση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ὅρκος Ἀφροδίσιος. — См. Клятвы любовные …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἀφροδίσιον — Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love masc acc sg Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love neut nom/voc/acc sg Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love masc/fem acc sg Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφροδίσιον — Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love masc acc sg Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love neut nom/voc/acc sg Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love masc/fem acc sg Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀφροδισίων — Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love fem gen pl Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love masc/neut gen pl Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφροδισίων — Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love fem gen pl Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love masc/neut gen pl Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀφροδισίοις — Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love masc/neut dat pl Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφροδισίοις — Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love masc/neut dat pl Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”