Ἀφροδίσιος — belonging to the goddess of love masc nom sg Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφροδίσιος — belonging to the goddess of love masc nom sg Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφροδίσιος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Τιμάται στις 24 Δεκεμβρίου. Δεν υπάρχουν βιογραφικά στοιχεία του. 2. Μαρτύρησε σε άγνωστο χρόνο στην Παλαιστίνη. Η μνήμη του τιμάται στις 4 Μαΐου. 3. Καταγόταν από την Κιλικία. Θανατώθηκε με ξίφος. Η… … Dictionary of Greek
αφροδίσιος — α, ο αυτός που έχει να κάνει με τις σαρκικές ηδονές, ο σεξουαλικός: Τα αφροδίσια νοσήματα βρίσκονται σήμερα σε ύφεση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ὅρκος Ἀφροδίσιος. — См. Клятвы любовные … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀφροδίσιον — Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love masc acc sg Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love neut nom/voc/acc sg Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love masc/fem acc sg Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφροδίσιον — Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love masc acc sg Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love neut nom/voc/acc sg Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love masc/fem acc sg Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀφροδισίων — Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love fem gen pl Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love masc/neut gen pl Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφροδισίων — Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love fem gen pl Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love masc/neut gen pl Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀφροδισίοις — Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love masc/neut dat pl Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφροδισίοις — Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love masc/neut dat pl Ἀφροδίσιος belonging to the goddess of love masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)