- ἀ-φροντισία
ἀ-φροντισία, ἡ, Sorglosigkeit, Themist. or. 151, 186 c, wo jetzt ἀφροντιστία steht.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-φροντισία, ἡ, Sorglosigkeit, Themist. or. 151, 186 c, wo jetzt ἀφροντιστία steht.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φροντισιά — η, Ν φροντίδα, επιμέλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρόντιση, κατά τα θηλ. σε *ά (πρβλ. περπατησ ιά)] … Dictionary of Greek
φροντισιά — η βλ. φρόντιση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φρόντιση — φρόντιση, η και φροντισιά, η φροντίδα, μέριμνα, έγνοια, πονοκεφάλιασμα: Τη φρόντιση της δουλειάς την άφησε στον αδερφό του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)