- ἀφριόεις
ἀφριόεις, εσσα, εν, schäumend, Antp. Th. 26 (VII, 531); Nic. Al. 206.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀφριόεις, εσσα, εν, schäumend, Antp. Th. 26 (VII, 531); Nic. Al. 206.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀφριόεντι — ἀφριόεις foamy masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek