- ἀφρισμός
ἀφρισμός, ὁ, das Schäumen, Schol. Il. 15, 607.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀφρισμός, ὁ, das Schäumen, Schol. Il. 15, 607.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀφρισμός — foaming masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφρισμός — ο και άφρισμα, το (Μ ἀφρισμός) δημιουργία, παραγωγή αφρών … Dictionary of Greek
ἀφρισμούς — ἀφρισμός foaming masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφρισμόν — ἀφρισμός foaming masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφρός — Η συνάθροιση μικροσκοπικών φυσαλίδων που σχηματίζονται στην επιφάνεια του νερού ή άλλων υγρών, εξαιτίας διαφόρων αιτιών. Είναι μία κολλοειδής αιώρηση ενός αερίου μέσα σε ένα υγρό. Για να σχηματιστεί α. στην επιφάνεια του νερού, για παράδειγμα,… … Dictionary of Greek
άφρισμα — άφρισμα, το και αφρισμός, ο το να αφρίζει κάτι: Τι άφρισμα της θάλασσας ήταν αυτό σήμερα! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)