ἀφρός

ἀφρός

ἀφρός, , 1) Schaum, vonHom. an überall; Geifer des wüthenden Löwen Il. 20, 168; vgl. Aesch. Ch. 174; ϑρομβώδη ἀφρὸν ἀναζέουσι Soph. Trach. 699; vom Geifer auch Luc. Alex. 12 u. sonst. – 2) der Fisch, der sonst ἀφύη heißt, Archestrat. bei Ath. VII, 285 b; Arist. H. A. 6, 15.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀφρός — foam masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφρός — Η συνάθροιση μικροσκοπικών φυσαλίδων που σχηματίζονται στην επιφάνεια του νερού ή άλλων υγρών, εξαιτίας διαφόρων αιτιών. Είναι μία κολλοειδής αιώρηση ενός αερίου μέσα σε ένα υγρό. Για να σχηματιστεί α. στην επιφάνεια του νερού, για παράδειγμα,… …   Dictionary of Greek

  • αφρός — ο 1. οι φυσαλίδες που σχηματίζονται στην επιφάνεια των υγρών από ανατάραξη, βρασμό κτλ.: Πολύ αφρό είχε σήμερα η θάλασσα. 2. οι φυσαλίδες που σχηματίζονται στο στόμα μας ή στο στόμα των ζώων, από το σάλιο: Έβγαζε αφρούς από το στόμα του. 3. το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀφρούς — ἀφρός foam masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφρόν — ἀφρός foam masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφρώ — ἀφρός foam masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Venvs — VENVS, ĕris, Gr. Ἀφροδίτη, ης, (⇒ Tab. X.) 1 §. Namen. Dieser soll von venio herkommen, weil diese Göttinn zu allen kömmt. Cic. de N.D. l. II. c. 27. p. 1183. & l. III. c. 24. p. 1200. Jedoch wollen andere zu dessen Stammworte lieber das… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • άχνη — η (AM ἄχνη, Α και ἄχνα, δωρ. τ.) 1. αχνός, ατμός 2. λεπτή σκόνη από αλεύρι 3. σκόνη από μέταλλο αρχ. 1. (για υγρό) αφρός (ιδίως της θάλασσας) 2. δροσιά, πάχνη 3. καπνός 4. το φλούδι που παρασύρει ο άνεμος κατά το λίχνισμα, το λεπτό άχυρο 5. ιατρ …   Dictionary of Greek

  • αφλοισμός — ἀφλοισμός, ο (Α) οι αφροί που βγάζει κανείς από το στόμα όταν είναι έξαλλος από θυμό. [ΕΤΥΜΟΛ. «Άπαξ ειρημένη» ομηρική λέξη (Ιλ. Ο 607) που έχει ερμηνευθεί από τους σχολιαστές ως παράλληλος, πιθ. αιτωλικός, τ. του αφρός. Πρόκειται για δηλωτική… …   Dictionary of Greek

  • αφράτος — η, ο [αφρός] 1. αυτός που είναι μαλακός σαν αφρός 2. εύθρυπτος, ευκολότριφτος 3. (για ανθρώπους ή για το δέρμα τους) λευκός, δροσερός, απαλόσαρκος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”