ἀ-τέραμνος

ἀ-τέραμνος

ἀ-τέραμνος, unerweicht, hart, VLL. δυςμετάβλητος (vgl. τέρην); κῆρ Od. 23, 167; ὀργή Aesch. Prom. 190; βροντῆς μύκημα 1064; πέτρα Theocr. 10, 7; τὸ τῆς ψυχῆς ἀτέραμνον Pol. 4, 21; vom Wasser, Arist.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τέραμνον — (I) και τέρεμνον, τὸ, Α (κυρίως στον Ευρ. και μόνον στον πληθ.) τὰ τέραμνα και τέρεμνα οικήματα, οίκοι· [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ., κατά μια άποψη, ανάγεται στο προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα. Κατ άλλη όμως άποψη, η λ. θα μπορούσε να συνδεθεί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”